λωφάζω

λωφάζω
(Μ λωφάζω)
βλ. λουφάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λουφάζω — και λωφάζω (Μ λωφάζω) ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»] …   Dictionary of Greek

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”